- ἀθανής
- ἀθανήςundyingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αθανής — ἀθανής, ές (Μ) ο αθάνατος* [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θανής < θ. θαν τού ἔθανον < θνήσκω] … Dictionary of Greek
ἀθανῆ — ἀθανής undying neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀθανής undying masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀθανής undying masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθανᾶς — ἀθανής undying masc/fem acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθανῶν — ἀθανής undying masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek